Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πληθώρα

  • 1 πληθώρα

    [плитора] ουσ. Θ. большое количество, множество, масса, толпа, (ιατρ.) полнокровие.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πληθώρα

  • 2 множество

    множество с το πλήθος, η πληθώρα, οι πολλοί
    * * *
    с
    το πλήθος, η πληθώρα, οι πολλοί

    Русско-греческий словарь > множество

  • 3 урожай

    α.
    σοδειά• συγκομιδή•

    обильный (высокий) урожай μεγάλη σοδειά•

    средний μέτρια σοδειά•

    низкий урожай μικρή (χαμηλή) σοδειά.

    || προκοπή, ευδοκίμηση. || μτφ. αφθονία, πλήθος, πληθώρα•

    теперь урожай на новые книги τώρα έχομε πληθώρα καινούριων βιβλίων.

    Большой русско-греческий словарь > урожай

  • 4 множество

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > множество

  • 5 избыток

    избыт||ок
    м
    1. (излишек) τό περίσσευμα, τό ξεχείλισμα, τό πλεόνασμα:
    \избыток энергии τό ξεχείλισμα ἐνέργειας·
    2. (изо· билие) ἡ πληθώρα, ἡ ἀφθονία в \избытокке ἐν ἀφθονία· вознаградить кого́-л. с \избытокком ἀμείβω κάποιον μέ τό παραπάνω.

    Русско-новогреческий словарь > избыток

  • 6 множество

    множество
    с τό πλήθος, ἡ πληθώρα:
    бесчисленное \множество ὁ ἀπειροπληθής ἀριθμός· \множество лкдей πλήθος κόσμου.

    Русско-новогреческий словарь > множество

  • 7 полнота

    полнот||а
    «с
    1. ἡ πληρότητα / ἡ πληθώρα, ἡ ἀφθονία (обилие) / ἡ ἀρτιότητα (цельность):
    \полнота власти ἡ ἀπόλυτη ἐξου-σία·
    2. (человека) τό πάχος / ἡ παχυσαρκία» ἡ πολυσαρκία (чрезмерная)· ◊ от \полнотаы души μέ ὀλη τήν καρδιά, ἐξ ὀλης Ψυχής.

    Русско-новогреческий словарь > полнота

  • 8 пропасть

    пропа||сть I
    совх см. пропадать· \пропастьвший без вести ἐξαφανισθείς· ◊ \пропастьло дело! πάει χαμένη ἡ ὑπόθεση!· я \пропастьл! χάθηκα!· пиши \пропастьло! разг γράψε ἀλοίμονο!, βάψ° τά μαϋρα!· \пропастьди́ (он) пропадом! разг δέν πάει νά γκρεμιστεί!
    пропаст||ь II ж
    1. ἡ ἄβυσσος, τό χάσμα, τό βάραθρο[ν], ὁ κρημνός, ὁ γκρεμός:
    на краю \пропастьи στό χείλος τοῦ γκρεμοῦ·
    2. (множество) разг πλήθος, πληθώρα, ἀφθονία:
    там было \пропасть народу ἐκεῖ ήταν πλήθος κόσμου· ◊ тьфу, \пропастьΙ φτοῦ νά πάρει ἡ ὁργή!

    Русско-новогреческий словарь > пропасть

  • 9 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

  • 10 бездна

    θ.
    1. άβυσσος, απύθμενο βάθος, χάος, χάσμα, βάραθρο• άπειρο βάθος.
    2. μτφ. αφθονία, πληθώρα, σωρεία.
    εκφρ.
    бездна премудрости – μύστης, βαθυστόχαστος.

    Большой русско-греческий словарь > бездна

  • 11 гнездо

    -а, πλθ. гнезда ουδ.
    1. φωλιά•

    свить гнездо πλέκω τη φωλιά.

    || γιατάκι, κοίτη, κλίνη. || (για ζώα) τρώγλη, τρύπα, μονιά, κοιμηθιά. || διαμονητήριο, διαμονή•

    дворянское гнездо διαμονητήριο των ευγενών.

    || κρησφύγετο, κρυψώνας•

    воровское гнездо κρησφύγετο των κλεφτών.

    2. οικογένεια ζώων, πτηνών•

    волчье гнездо λυκοφωλιά.

    3. πληθώρα, σωρεία, στιβάδα.
    (γλωσ.) συγγενική ενότητα λέξεων, συγγενικές λέξεις.
    4. κοτύλη, κοιλότητα, εσοχή, υποδοχή.
    5. (γεωπ.) φωλιά, είδος σποράς.
    εκφρ.
    пулеметное – φωλιά πολυβόλου (πολυβολείο).

    Большой русско-греческий словарь > гнездо

  • 12 избыток

    -тка α.
    1. περίσσευμα, πλεόνασμα.
    2. αφθονία, πληθώρα•

    жить в -е ζω πλ. ουσιοπάροχα•

    по -у από το περίσσευμα•

    с -ом ή в -е άφθονα, μπόλικα, υπεραρκετά.

    Большой русско-греческий словарь > избыток

  • 13 излишек

    -шка α.
    1. περίσσευμα, πλεόνασμα•

    отнять излишек αφαιρώ το περίσσευμα•

    сдача -ов παράδοση πλεονασμάτων.

    2. αφθονία, πληθώρα. || το υπέρμετρο•

    излишек храбрости υπέρμετρη ανδρεία.

    εκφρ.
    с -ом – με το παραπάνω•
    нам то хватит с -ом – εμάς αυτό μας φτάνει και περισσεύει.

    Большой русско-греческий словарь > излишек

  • 14 множество

    ουδ.
    πλήθος, πληθώρα, σωρεία•

    множество рабочих πλήθος εργατών•

    множество предметов σωρεία αντικειμένων•

    во -е κατά μεγάλες ποσότητες•

    бесчисленное множество απειροπληθής αριθμός.

    Большой русско-греческий словарь > множество

  • 15 обилие

    ουδ.
    αφθονία, πληθώρα, σωρεία πλούτος•

    обилие продуктов αφθονία προϊόντων.

    Большой русско-греческий словарь > обилие

  • 16 орава

    θ.
    (απλ.) όχλος, συρφετός, μπουλούκι. || πλήθος, πληθώρα.

    Большой русско-греческий словарь > орава

  • 17 полк

    -а, προθτ. о -е, в -у α.
    1. το σύνταγμα•

    пехотный полк σύνταγμα πεζικού•

    кавалерийский полк σύνταγμα ιππικού•

    командир -а διοικητής συντάγματος.

    || πλθ. полки, -ов (υψηλό ύφος) ο στρατός, το στράτευμα.
    2. μτφ. πλήθος, πληθώρα.
    εκφρ.
    нашего -у прибыло; в нашем -у прибыло – γινήκαμε πολλοί, μας ήρθαν κι άλλοι πολλοί, πληθύναμε.

    Большой русско-греческий словарь > полк

  • 18 рать

    θ.
    1. παλ. μάχη• πόλεμος• κρο•

    рать вопролитная рать αιματηρή μάχη.

    2. παλ. • το στράτευμα.
    3. μτφ. παλ. πλήθος, πληθώρα αντ ιπάλων.

    Большой русско-греческий словарь > рать

  • 19 река

    -й, αιτ. реку, πλθ. реки, δοτ. рекам, οργν. реками, προθ. в реках θ.
    1. ποταμός, ποτάμι•

    берег -и η όχθη του ποταμού•

    реки текут в море τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα•

    река стала το ποτάμι, πάγωσε•

    река вскрылась το ποτάμι ξεπάγωσε•

    вниз по -е κατά τον ρουν του ποταμού•

    вверх по -θ αντίθετα προς τον ρουν του ποταμού•

    вскрытие -и παγετολυσία ή ξεπάγωμα του ποταμού•

    сплавная ή судоходная река πλωτός (πλευστός) ποταμός,

    μτφ. μεγάλη ποσότητα•

    реки крови ποτάμια αίμα•

    она проливала реки слз αυτή έχυνε ποτάμια δάκρυα,

    μτφ. κύλημα, διαρροή, πέρασμα•

    река жизни το κύλημα της ζωής.

    || μτφ. πλήθος, πληθώρα•

    -и народа μεγάλη κοσμοσυρροή.

    2. ως
    επίρ. -ой άφθονα•

    она льт слёзы -ой αυτή χύνει ποτάμια τα δάκρυα.

    εκφρ.
    река забвения – το ποτάμι Λήθη, τα νερά της λήθης (της λησμονιάς).

    Большой русско-греческий словарь > река

  • 20 страсть

    θ.
    το πάθος•

    обуздать -и συγκρατώ τα πάθη•

    разжигать -и ανάβω, υποδαυλίζω τα πάθη•

    страсть кипит βράζει το πάθος.

    || μανία, μεράκι. || πάθος ερωτικό.
    θ. (απλ.)
    1. φρίκη, φόβος μεγάλος, δέος.
    2. πλήθος μεγάλο, πληθώρα•

    народу на базаре страсть - πολύς κόσμος στη λαϊκή αγορά.

    || (για κάτι ισχυρό)• φρίκη•

    желудок так ломит другой раз страсть - το στομάχι κάποτε τόσο πονά страсть φρίκη.

    3. επίρ. σφόδρα, φοβερά.

    Большой русско-греческий словарь > страсть

См. также в других словарях:

  • πληθώρα — πληθώρᾱ , πληθώρα fullness fem nom/voc/acc dual πληθώρᾱ , πληθώρα fullness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱ , πληθώρη fullness fem nom/voc/acc dual πληθώρᾱ , πληθώρη fullness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθώρᾳ — πληθώρᾱͅ , πληθώρα fullness fem dat sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱͅ , πληθώρη fullness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθώρα — η,ΝΜΑ μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων») νεοελλ. ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού όγκου τού αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση τής μάζας τού πλάσματος ή… …   Dictionary of Greek

  • πληθώρα — η μεγάλο πλήθος, αφθονία: Είχαμε πληθώρα τροχαίων ατυχημάτων κατά το Σαββατοκύριακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληθώρας — πληθώρᾱς , πληθώρα fullness fem acc pl πληθώρᾱς , πληθώρα fullness fem gen sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱς , πληθώρη fullness fem acc pl πληθώρᾱς , πληθώρη fullness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθώραν — πληθώρᾱν , πληθώρα fullness fem acc sg (attic doric aeolic) πληθώρᾱν , πληθώρη fullness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθώραις — πληθώρα fullness fem dat pl πληθώρη fullness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθώρη — πληθώρα fullness fem nom/voc sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθώρην — πληθώρα fullness fem acc sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθώρης — πληθώρα fullness fem gen sg (epic ionic) πληθώρη fullness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»